- τυλιγαδιάζω
- μετ. сматывать; намётывать (пряжу и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυλιγαδιάζω — Ν [τυλιγάδι] τυλίγω νήμα στο τυλιγάδι για να τό κάνω κούκλα … Dictionary of Greek
τυλιγαδιάζω — τυλιγάδιασα, τυλιγαδιάστηκα, τυλιγαδιασμένος, τυλίγω νήμα στο τυλιγάδι (βλ. λ.), κουβαριάζω στο τυλιγάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυλιγάδιασμα — το, Ν [τυλιγαδιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυλίγαδιάζω … Dictionary of Greek
ανακυκλίζω — και κυκλιάζω 1. φτιάχνω το νήμα κούκλα τυλίγοντας το από το αδράχτι στο τυλιγάδι, τυλιγαδιάζω 2. περιστρέφοντας την ανέμη τυλίγω το νήμα από αυτήν στα μασούρια 3. περιστρέφω με δύναμη, στροβιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + αρχ. κυκλίζω*] … Dictionary of Greek